- εὐποροῦσα
- εὐπορέωprosperpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐπορούσας — εὐπορούσᾱς , εὐπορέω prosper pres part act fem acc pl (attic epic doric) εὐπορούσᾱς , εὐπορέω prosper pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευημερώ — (ΑΜ εὐημερῶ, έω) [ευήμερος] περνώ ευτυχισμένες μέρες, με άνεση και αφθονία αγαθών μσν. 1. βρίσκω, πετυχαίνω 2. κάνω κάποιον να ευτυχήσει 3. (η μτχ. ως επίθ.) εὐημερῶν α) αυτός που περνάει καλά β) ο ευτυχισμένος γ) ο πλούσιος αρχ. 1. έχω επιτυχία… … Dictionary of Greek